- χαλκογραφώ
- -έω, Νχαράζω εικόνα σε χάλκινη πλάκα για εκτύπωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλκογραφώ — χαλκογράφησα, χαράζω εικόνα πάνω σε χάλκινη πλάκα, είμαι χαλκογράφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλκογράφημα — το, Ν (καλ. τεχν.) το έργο που φιλοτεχνείται με τη μέθοδο τής χαλκογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
χαλκογράφημα — το, ατος το αποτέλεσμα του χαλκογραφώ, το απεικόνισμα που τυπώθηκε πάνω στο χαρτί με τη χαλκογραφία, η χαλκογραφία, η γκραβούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)